- αστερίσκος
- ο1) звёздочка; 2) астериск, звёздочка (знак сноски и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀστερίσκος — little star masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστερίσκος — ο (AM ἀστερίσκος) [αστήρ] 1. μικρός αστέρας 2. σημείο των Γραμματικών της Αλεξάνδρειας που χαρακτηρίζει τα κείμενα που δεν παρουσιάζουν πρόβλημα γνησιότητας (αντίθετα με τον οβελό [*], που δηλώνει τα κείμενα που πρέπει να εξοβελιστούν ως νόθα).… … Dictionary of Greek
αστερίσκος — ο 1. αστεράκι που μπαίνει σε μια λέξη του κειμένου στην πάνω δεξιά άκρη, για να παραπέμψει σε υποσημείωση ή άλλο συνθηματισμό. 2. λειτουργικό σκεύος αστεροειδές για συγκράτηση του καλύμματος του δίσκου μέσα στον οποίο βρίσκεται ο άγιος άρτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστερίσκοι — ἀστερίσκος little star masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίσκοις — ἀστερίσκος little star masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίσκον — ἀστερίσκος little star masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίσκου — ἀστερίσκος little star masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίσκους — ἀστερίσκος little star masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίσκων — ἀστερίσκος little star masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίσκῳ — ἀστερίσκος little star masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Asterisk — This article is about the typographical symbol. For other uses, see Asterisk (disambiguation). See also: * (disambiguation) * Asterisk … Wikipedia